ἐπιταλαιπωρεῖν

ἐπιταλαιπωρεῖν
ἐπιταλαιπωρέω
suffer
pres inf act (attic epic doric)
ἐπιταλαιπωρέω
suffer
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιταλαιπωρώ — ἐπιταλαιπωρῶ, έω (Α) 1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.) 2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.) 3. εργάζομαι επί πλέον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”